σλιπ

σλιπ
το, Ν
άκλ. (ξεν.)
1. είδος ανδρικού και γυναικείου εσώβρακου
2. ειδικό ανδρικό και γυναικείο μαγιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. slip < ρ. slip «γλιστρώ», λόγω τού ότι το εσώρουχο φοριέται, γλιστρά πάνω στο σώμα εύκολα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπικίνι — Ατόλη στον Ειρηνικό ωκεανό, στο βόρειο άκρο του νησιωτικού συμπλέγματος Ράλικ, που αποτελεί τμήμα του αρχιπελάγους των Μάρσαλ, υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ. Αποτελείται από 36 μικροσκοπικούς νησιωτικούς σχηματισμούς κοραλλιογενούς προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”