- σλιπ
- το, Νάκλ. (ξεν.)1. είδος ανδρικού και γυναικείου εσώβρακου2. ειδικό ανδρικό και γυναικείο μαγιό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. slip < ρ. slip «γλιστρώ», λόγω τού ότι το εσώρουχο φοριέται, γλιστρά πάνω στο σώμα εύκολα].
Dictionary of Greek. 2013.